- ἀποκόψω
- ἀποκόπτωcut offaor subj act 1st sgἀποκόπτωcut offfut ind act 1st sgἀποκόπτωcut offaor ind mid 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νησοποιώ — (ΑΜ νησοποιῶ, έω) μεταβάλλω μιαν έκταση σε νησί, αφού τήν αποκόψω με διώρυγα από τη συνέχειά της στην ξηρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < νῆσος + ποιῶ (< ποιός*), πρβλ. νοσο ποιώ, φθορο ποιώ] … Dictionary of Greek
ξεζνιχίζω — (Μ) (σχετικά με θυσία πτηνών στην ΠΔ) τσιμπώ με το νύχι ή τρυπώ με αιχμηρό όργανο τον λαιμό τού πτηνού χωρίς να αποκόψω εντελώς το κεφάλι από το σώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + ζνίχι(ον) «τράχηλος, σβέρκος»] … Dictionary of Greek